- ελληνοράφτης
- οο ράφτης ελληνικών ενδυμασιών, φουστανέλας κτλ. (αντίθ. φραγκοράφτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.